- παροψωνημα
- παροψώνημαπαρ-οψώνημα-ατος τό досл. лакомое блюдо, лакомство, перен. дополнительное наслаждение Aesch.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παροψώνημα — addition to the regular fare neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροψώνημα — τὸ, Α [παροψωνώ] πρόσθετο εκλεκτό έδεσμα … Dictionary of Greek
παρενθήκη — η, ΝΑ [παρεντίθημι] αυτό που παρεμβάλλεται ή προστίθεται σε κάτι άλλο από τα έξω, προσθήκη («τοιήνδε δὲ ἐξ αὐτῶν παρενθήκην ἐποιήσατο», Ηρόδ.) νεοελλ. ναυτ. βάρος πρόσθετο από άχρηστα πράγματα που φορτώνεται σε πλοίο ή βάρκα μόνο για να βοηθήσει… … Dictionary of Greek